- δημολογεω
- δημολογέωδημο-λογέωAnth. = δημόομαι См. δημοομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημολογούμενον — δημολογέω pres part mp masc acc sg (attic epic doric) δημολογέω pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημολογῆσαι — δημολογέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)